- ομπρελοθήκη
- ηέπιπλο για την τοποθέτηση των ομπρελών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ομπρελοθήκη — και ομβρελλοθήκη, η 1. ειδική θήκη για τοποθέτηση τών ομπρελών 2. μικρό έπιπλο όπου τοποθετούνται οι ομπρέλες για να στεγνώσουν … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
ομβρελοθήκη — η βλ. ομπρελοθήκη … Dictionary of Greek